- βροχωτός
- βροχωτός, όν,A formed by a noose,
ἀγχόνη Neophr.3.2
.2 twisted, corded, of chain-work,β. ἔργον Aq.
, Sm.Ex.28.15.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀγχόνη Neophr.3.2
.β. ἔργον Aq.
, Sm.Ex.28.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βροχωτός — formed by a noose masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροχωτός — ή, ό (Α βροχωτός, ή, όν) [βρόχος] αυτός που έχει σχήμα βρόχου αρχ. πιασμένος στον βρόχο, παγιδευμένος … Dictionary of Greek
βροχωτόν — βροχωτός formed by a noose masc/fem acc sg βροχωτός formed by a noose neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρόχος — ο (AM βρόχος) 1. θηλιά που χρησιμοποιείται σαν αγχόνη 2. παγίδα για πουλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Στην ύπαρξη τ. μόροττον «εκ φλοιού πλέγμα τι, ῳ έτυπτον αλλήλους τοις Δημητρίοις» (Ησύχ.) στηρίζεται η υπόθεση της αναγωγής του βρόχος σε τ. *μρόχος (>… … Dictionary of Greek